- προκινεῖν
- προκινέωmove forwardpres inf act (attic epic doric)προκῑνεῖν , προκινέωmove forwardpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκινώ — έω, Α [κινῶ] 1. (κυρίως σχετικά με στράτευμα) οδηγώ προς τα εμπρός 2. προκαλώ ή αρχίζω προηγουμένως («προκινεῑν τὴν μάχην», Διόδ.) 3. διεγείρω ή εξεγείρω εκ τών προτέρων («προκινεῑν τὴν τοῡ νέου ψυχήν», Πλούτ.) 4. μεσ. προκινοῡμαι, έομαι χορεύω… … Dictionary of Greek